- δεικελον
- δείκελοντό изображение
(Τριτογενοῦς Anth.)
δ. ἐσόπτρου Poeta ap. Plut. — отражение в зеркале
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Τριτογενοῦς Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δείκελον — neut nom/voc/acc sg δείκηλον representation neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείκελον — το βλ. δείκηλον … Dictionary of Greek
δείκελα — δείκελον neut nom/voc/acc pl δείκηλον representation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείκηλον — και δείκελον, το (Α) 1. αναπαράσταση, παρουσίαση 2. ομοίωμα, εικόνα 3. φάντασμα 4. ανάγλυφο, γλυπτή μορφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλεκτικό τ. που ανάγεται ετυμολογικά σε θ. δεικ τού δείκνυμι και στο επίθημα ηλος. Η λ. δείκελον είναι παράλληλος… … Dictionary of Greek